- συνυποφέρω
- ΜΑυποφέρω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνταλαιπωρώ — έω, Μ συμπάσχω, συνυποφέρω αρχ. 1. ταλαιπωρούμαι μαζί με άλλον 2. μέσ. συνταλαιπωροῡμαι, έομαι μοχθώ μαζί με κάποιον, συνεργάζομαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταλαιπωρῶ (< ταλαίπωρος)] … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek